κακόμισθος

κακόμισθος
κακόμισθος, -ον (Α)
αυτός που ανταμείφθηκε με μικρό μισθό, που κακοπληρώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + μισθός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακόμισθος — ill rewarded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόμισθον — κακόμισθος ill rewarded masc/fem acc sg κακόμισθος ill rewarded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”